συναγοράζω

συναγοράζω
συναγοράζω
buy up
pres subj act 1st sg
συναγοράζω
buy up
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναγοράζω — Α 1. αγοράζω μαζί 2. συχνάζω μαζί με κάποιον στην αγορά …   Dictionary of Greek

  • συναγοράζουσιν — συναγοράζω buy up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συναγοράζω buy up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγοράσαντα — συναγοράζω buy up aor part act neut nom/voc/acc pl συναγοράζω buy up aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγοράζεται — συναγοράζω buy up pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγοράζοντες — συναγοράζω buy up pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγοράζων — συναγοράζω buy up pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγοράσας — συναγορά̱σᾱς , συναγοράζω buy up fut part act fem acc pl (doric) συναγορά̱σᾱς , συναγοράζω buy up fut part act fem gen sg (doric) συναγοράσᾱς , συναγοράζω buy up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγορασμός — ὁ, Α [συναγοράζω] συνολική αγορά …   Dictionary of Greek

  • συναγοραστικός — ή, όν, Α [συναγοράζω] αυτός που αγοράζεται συνολικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”